κλείσιμο,
το, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. κλείνω + κατάλ. -μο], το κλείσιμο. 1. η συμφωνία, η
συνομολόγηση: «το κλείσιμο της δουλειάς μας έδωσε μεγάλη χαρά». 2. η
όπως όπως διευθέτηση ενός προβλήματος που χρονίζει: «οι Αμερικανοί
ενδιαφέρονται διακαώς για το κλείσιμο του κυπριακού». 3. διακοπή
εργασίας, η χρεοκοπία: «το κλείσιμο του εργοστασίου μας στενοχώρησε όλους»·
- με
το κλείσιμο, αμέσως μετά τη διακοπή της εργασίας ή της λειτουργίας κάποιου
μηχανήματος, κάποιας συσκευής: «θα περάσω να σε πάρω με το κλείσιμο του
μαγαζιού || με το κλείσιμο της τηλεόρασης ηρέμησε το κεφάλι μου»·
- το
κλείσιμο της ψαλίδας, η μείωση της διαφοράς ανάμεσα σε δυο ακραία μεγέθη:
«τα νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης δεν αναμένεται να συντελέσουν στο
κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς».